- έξεδρος
- ἔξεδρος, -ον (Α) [έδρα]1. έξω από τον τόπο διαμονής («ὡς οὐκ ἔξεδρος, ἀλλ' ἔντοπος», Σοφ.)2. ξένος, παράδοξος, αλλόκοτος («καὶ οὕτως ἔξεδρον τὴν τῆς μοχθηρίας υπερβολήν», Αριστοτ.)3. (με γεν.) ο μακριά από κάτι4. δυσοίωνος («ἔξεδροι ὄρνιθες», Δίων Κάσσ.).
Dictionary of Greek. 2013.